ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Αυστρο-ασιατική (η) (γλώσσα) Austro-Asiatic
Αυστρονησιακή (η) (γλώσσα) Austronesian
Αυστρο-ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) Austro-Tai
Αυστρο-ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) Austro-Thai
αυθεντικός-ή-ό authentic
αυθεντικότητα (η) authenticity
αυθεντία (η) authority
αυτισμός (ο) autism
αυτοαντώνυμο (το) autoantonym
αυτοσυσχέτιση (η) autocorrelation