ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ατομισμός (o) | atomism |
ατομιστικός-ή-ό | atomistic |
ατομιστική προσέγγιση (η) | atomistic approach |
ατομικιστικές θεωρίες λεξικής σημασίας (οι) | atomistic theories of word meaning |
ατομιστική θεωρία (η) | atomistic theory |
άτονο φωνήεν (το) | atonic vowel |
αττικισμός (ο) | Attizismus |
αποδοτέα σιωπή (η) | attributable silence |
ακουστικότητα (η) | audibility |
ακουστός,-ή,-ό | audible |