ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Αθαμπασική (η) (γλώσσα) Athabaskan
αθέματος,-η,-ο athematic
αθέματο ρήμα (το) athematic verb
άτλας (o) atlas
ατομική έννοια (η) atomic concept
ατομική φωνολογία (η) atomic phonology
Ατομική φωνολογία (η), Φωνολογία του ατόμου (η) atomic phonology
ατομική λογική πρόταση (η) atomic proposition
ατομικός κανόνας (ο) atomic rule
ατομική πρόταση (η) atomic sentence