ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αθαμπασική (η) (γλώσσα) | Athabaskan |
αθέματος,-η,-ο | athematic |
αθέματο ρήμα (το) | athematic verb |
άτλας (o) | atlas |
ατομική έννοια (η) | atomic concept |
ατομική φωνολογία (η) | atomic phonology |
Ατομική φωνολογία (η), Φωνολογία του ατόμου (η) | atomic phonology |
ατομική λογική πρόταση (η) | atomic proposition |
ατομικός κανόνας (ο) | atomic rule |
ατομική πρόταση (η) | atomic sentence |