ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ΑΑΟ: Αυτόματη Αναγνώριση Ομιλίας (η) | ASR |
Ασαμέζικα (τα) | Assamese |
αποδίδω | assign |
Αποδίδω, εκχωρώ | assign |
απόδοση, εκχώρηση (η) | assignment |
αφομοιωμένη λέξη (η) | assimilated word |
αφομοίωση (η) | assimilation |
Αφομοιωτικός-ή-ό | assimilatory |
Ασσυριακή (η) (γλώσσα) | Assyrian |
αστερίσκος (ο) | asterisk |