ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ΑΑΟ: Αυτόματη Αναγνώριση Ομιλίας (η) ASR
Ασαμέζικα (τα) Assamese
αποδίδω assign
Αποδίδω, εκχωρώ assign
απόδοση, εκχώρηση (η) assignment
αφομοιωμένη λέξη (η) assimilated word
αφομοίωση (η) assimilation
Αφομοιωτικός-ή-ό assimilatory
Ασσυριακή (η) (γλώσσα) Assyrian
αστερίσκος (ο) asterisk