ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αρθρώνω articulate
άρθρωση (η) articulation
αρθρωτής (ο) articulator
αρθρωτικό πρότυπο (το) articulator model
αρθρωτικός,-ή,-ό articulatory
αρθρωτικό ανάλογο (το) articulatory analog
αρθρωτικό κανάλι (το) articulatory canal
αρθρωτικός τομέας (ο) articulatory component
αρθρωτική δυναμική (η) articulatory dynamics
Αρθρωτική κινηματική (η) articulatory kinematics