ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυθαίρετη αναφορά (η) | arbitrary reference |
αυθαίρετο σημείο (το) | arbitrary sign |
αυθαίρετο έναντι εικονικού σημείου (το) | arbitrary v. Iconic signs |
Αρχαϊκός-ή-ό | archaic |
Αρχαϊκός-ή-ό | archaic |
αρχαϊζον λεξικό (το) | archaising dictionary |
Αρχαϊσμός (ο) | archaism |
Αρχαϊσμός (ο) | archaism |
αρχιφώνημα (το) | archiphoneme |
αρχίστρωμα (το) | archistratum |