ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αυθαίρετη αναφορά (η) arbitrary reference
αυθαίρετο σημείο (το) arbitrary sign
αυθαίρετο έναντι εικονικού σημείου (το) arbitrary v. Iconic signs
Αρχαϊκός-ή-ό archaic
Αρχαϊκός-ή-ό archaic
αρχαϊζον λεξικό (το) archaising dictionary
Αρχαϊσμός (ο) archaism
Αρχαϊσμός (ο) archaism
αρχιφώνημα (το) archiphoneme
αρχίστρωμα (το) archistratum