ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αόριστος (ο) | aorist (aor, AOR) |
αόριστος γραμματικός χρόνος (ο) | aorist grammatical tense |
αοριστικός,-ή,-ό | aoristic |
αόριστος,-η,-ο | aoristic |
α πάνω στο α (το) | a-over-a |
αρχή του α πάνω στο α (η) | a-over-a principle |
Απάτσι (η) (γλώσσα) | Apache |
απεριοδικός,-ή,-ό | aperiodic |
άνοιγμα (το) | aperture |
άκρο (το) | apex |