ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ανθρωποκεντρική οργάνωση του λεξιλογίου (η) | anthropocentric organization of vocabulary |
ανθρωπολογική γλωσσολογία (η) | anthropological linguistics |
ανθρωπολογία (η) | anthropology |
Ανθρωπονοματική (η) | anthroponomastics |
ανθρωπωνύμιο (το) | anthroponym |
ανθρωπωνυμία (η) | anthroponymy |
ανθρωπωνυμία (η) | anthroponymy |
ανθρωποφωνητική (η) | anthropophonics |
ανθρωποσημειωτική (η) | anthroposemiotics |
αντιαιτιατικός,-ή,-ό | antiaccusative |