ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ανθρωποκεντρική οργάνωση του λεξιλογίου (η) anthropocentric organization of vocabulary
ανθρωπολογική γλωσσολογία (η) anthropological linguistics
ανθρωπολογία (η) anthropology
Ανθρωπονοματική (η) anthroponomastics
ανθρωπωνύμιο (το) anthroponym
ανθρωπωνυμία (η) anthroponymy
ανθρωπωνυμία (η) anthroponymy
ανθρωποφωνητική (η) anthropophonics
ανθρωποσημειωτική (η) anthroposemiotics
αντιαιτιατικός,-ή,-ό antiaccusative