ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αναπτυκτικός-ή-ό | anaptyctic |
αναπτυκτικό φωνήεν (το) | anaptyctic vowel |
ανάπτυξη (η) | anaptyxis |
αναρθρία (η) | anarthria |
αναστροφή (η) | anastrophe |
Ανατολική (η) | Anatolian |
αγκυρώνω | anchor |
Αγκυρώνω, άγκυρα (η) | anchor |
αγκυρωμένος,-η,-ο | anchored |
αγκύρωση (η) | anchoring |