ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Αναπτυκτικός-ή-ό anaptyctic
αναπτυκτικό φωνήεν (το) anaptyctic vowel
ανάπτυξη (η) anaptyxis
αναρθρία (η) anarthria
αναστροφή (η) anastrophe
Ανατολική (η) Anatolian
αγκυρώνω anchor
Αγκυρώνω, άγκυρα (η) anchor
αγκυρωμένος,-η,-ο anchored
αγκύρωση (η) anchoring