ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αλφαβητικά διατεταγμένος,-η,-ο alphabetically ordered
αλφαβήτιση (η) alphabetisation
αρκτικόλεξο (το) alphabetism
αλφαβητισμός (ο) alphabetism
αρχικά (τα) alphabetisms
αλφαβητιστής (ο) alphabetist
αλφαβήτιση (η) alphabetization
αλφαριθμικός συνδυασμός (ο) alphanumeric combination
αλφαριθμικός χαρακτήρας (ο) alphanumerical character
Άλσεα (γλώσσα) (η) Alsea