ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
απλή πρόταση simple sentence
απλές χρονικές σχέσεις (οι) simple temporal relations
απλός όρος simple term
Απλό δίκτυο μετάβασης (το) simple transition network
απλή λέξη (η) simple word
απλότητα (η) simplicity
απλότητα (της μέτρησης) (η) simplicity (metric)
απλοποίηση (η) simplification
απλούστευση (η) simplification
απλοποιημένη μορφή simplified form