ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ανακαλώ retract
ανακεκλημένος,-η,-ο retracted
ανάκτηση (η) retrieval
άντληση (η) retrieving
ανάκτηση retrieving
αναδρομική αναστολή/παρεμβολή (η) retroactive inhibition/interference
ανακεκαμμένα σύμφωνα retroflex
Ανακεκαμμένος-η-ο retroflex
ανάκαμψη (η) retroflex/retroflexion
ανακεκαμμένος,-η,-ο retroflexed