ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναδιπλασιαζόμενο σύνθετο (το) | reduplicative compound |
αναδιπλασιαζόμενο σύνθετο (το) | reduplicative compound word |
αναφορικά αδιαφανής-ής-ές | referenatially opaque |
αναφορά(η) | reference |
αναφορική πράξη | reference act |
αναφορά (αναφορική ή αντωνυμική) | reference anaphoric/pronominal |
αναφορική σύνδεση | reference juncture |
αναφορικές ανάγκες | reference needs |
αναφορά, μη συγκεκριμένη | reference non specific |
αντικείμενο αναφοράς (το) | reference object |