ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ανασυνθέτω | reconstruct |
ανασύνθεση (η) | reconstruction |
Ανασύνθεση (η), επανασύνθεση (η) | Reconstruction |
ανασύνθεση γλωσσών | reconstruction of languages |
ανακτησιμότητα (η) | recoverability |
ανακτήσιμος,-η,-ο | recoverable |
αντίδραση (η) | Rection |
αναδρομικός ορισμός (ο) | recursive definition |
αναδρομική γλώσσα (η) | recursive language |
αναδρομική μετάπτωση | recursive transition |