ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ανασυνθέτω reconstruct
ανασύνθεση (η) reconstruction
Ανασύνθεση (η), επανασύνθεση (η) Reconstruction
ανασύνθεση γλωσσών reconstruction of languages
ανακτησιμότητα (η) recoverability
ανακτήσιμος,-η,-ο recoverable
αντίδραση (η) Rection
αναδρομικός ορισμός (ο) recursive definition
αναδρομική γλώσσα (η) recursive language
αναδρομική μετάπτωση recursive transition