ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αναβάθμιση (η) promotion
αντωνυμικός-ή-ό pronominal
αντωνυμικός τύπος ονόματος (ο) pro-nominal
αντωνυμικό επίρρημα (το) pronominal adverb
αντωνυμικό αντίγραφο (το) pronominal copy
αντωνυμικός τύπος προσφώνησης (ο) pronominal form of address
αντωνυμικοποίηση (η) pronominalization
αντωνυμικοποιώ pronominalize
αντωνυμία (η) pronoun (pro, PRO, pron)
αντωνυμικό στοιχείο (το) pronoun (pro, PRO, pron)