ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναβάθμιση (η) | promotion |
αντωνυμικός-ή-ό | pronominal |
αντωνυμικός τύπος ονόματος (ο) | pro-nominal |
αντωνυμικό επίρρημα (το) | pronominal adverb |
αντωνυμικό αντίγραφο (το) | pronominal copy |
αντωνυμικός τύπος προσφώνησης (ο) | pronominal form of address |
αντωνυμικοποίηση (η) | pronominalization |
αντωνυμικοποιώ | pronominalize |
αντωνυμία (η) | pronoun (pro, PRO, pron) |
αντωνυμικό στοιχείο (το) | pronoun (pro, PRO, pron) |