ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αξιοπιστία παράλληλων μορφών δοκιμασίας (η) parallel form reliability
αλληλεπίδραση γονέα-παιδιού (η) parent-child interaction
αναλυτικό δένδρο (το) parse tree
ανάλυση (η) parsing
αφομοίωση μερική (η) partial assimilation
αόριστη επιμεριστική αντωνυμία (η) partitive pronoun
αναγνώριση/επισημείωση μέρους του λόγου (η) part-of-speech tagging(POS)
αόριστος (ο) past tense
ασκήσεις σχήματος (οι) pattern drill
αναγνώριση προτύπων (η) pattern recognition