ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αρχαία νορβηγική (η) old Norse
άμεσα on record
ανοδικό ημίφωνο (το) on-glide
αδιαφάνεια (η) opacity
αδιαφανής,-ής,-ές opaque
αδιαφανές / μη διαπερατό περικείμενο (το) opaque context
αδιαφανές / μη διαπερατό φωνήεν (το) opaque vowel
ανοιχτός,-ή,-ό open
ανοιχτή προσέγγιση (η) open approximation
ανοικτή τάξη (η) open class