ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αρχαία νορβηγική (η) | old Norse |
άμεσα | on record |
ανοδικό ημίφωνο (το) | on-glide |
αδιαφάνεια (η) | opacity |
αδιαφανής,-ής,-ές | opaque |
αδιαφανές / μη διαπερατό περικείμενο (το) | opaque context |
αδιαφανές / μη διαπερατό φωνήεν (το) | opaque vowel |
ανοιχτός,-ή,-ό | open |
ανοιχτή προσέγγιση (η) | open approximation |
ανοικτή τάξη (η) | open class |