ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απαρχαίωση (η) | obsolescence |
απαρχαίωση (γλωσσών) (η) | obsolescence (of languages) |
απαρχαίωση (λεξιλογίου) (η) | obsolescence (of vocabulary) |
απαρχαιωμένος,-η,-ο | obsolescent |
απαρχαιωμένος,-η,-ο | obsolete |
απαρχαιωμένος όρος (ο) | obsolete term |
απαρχαιωμένη λέξη (η) | obsolete word |
απώτερο πρόσωπο (το) | obviative |
ΑΥΠ | OCP |
ατομικότητας (της) | of atomicity |