ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναγνωριστικό γλώσσας (το) | language identifier |
απομονωτική γλώσσα (η) | language isolate |
απώλεια γλώσσας (η) | language loss |
απώλεια γλώσσας / γλωσσική απώλεια (η) | Language loss |
αρχή της τρέχουσας επεξεργασίας (η) | late closure principle |
αριστερή μετατόπιση (η) | left dislocation |
αριστερό ημισφαίριο (το) | left hemisphere |
αριστερή προσεταιριστική γραμματική (η) | left-associative grammar |
αριστερή διακλάδωση (η) | left-branching |
αριστερή πυρηνική δομή (η) | left-core structure |