ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αρκτικόλεξο (το) | initialism / initialisms |
αρχικά/αλφαβητισμοί/αρκτικόλεξα (τα/οι/τα) | initialisms, alphabetisms |
αμφιμονότιμος,-η,-ο, αμφιμονοσήμαντος,-η,-ο | injective |
ακαθόριστο ως προς το χρόνο και τη διάθεση ρήμα (το) | injunctive |
απόδοση υπόστασης/τιμής (η) | instantiation |
ανάπτυξη "r" (η) | instrusive r |
αφομοιωμένο εισαγόμενο (το) | intake |
ακεραιότητα (η) | integrality |
ακεραιότητα (η) | integrity |
αποβλεπτικότητα (η), προθετικότητα (η) | intentionality |