ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απαρεμφατική πρόταση (η) | infinite clause |
ατέρμονος βρόγχος (ο) | infinite loop |
απαρεμφατικός,-ή,-ό | infinitival |
απαρέμφατο (το) | infinitive (inf, INF) |
απαρεμφατική πρόταση (η) | infinitive (or infinitival) clause |
απαρεμφατική δομή (η) | infinitive construction |
απαρεμφατική πρόταση (η) | infinitive sentence |
απειρότητα (η) | infinitude |
ανεπίσημος-η-ο | informal |
ανεπίσημος-η-ο | informal |