ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αντίστροφος πίνακας (ο) indice
ατομικός,-ή,-ό individual
ατομική έννοια (η) individual concept
ατομική εξωγλωσσική έννοια (η) Individual concept
ατομικές διαφορές (οι) individual learner differences
ατομικό επίπεδο (το) Individual level
Απεριγραπτότητα (η) ineffability
απερίγραπτος-η-ο ineffable
ανεπιτυχής,-ής,-ές infelicitous
ανεπιτυχές εκφώνημα (το) infelicitous utterance