ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ανισοσύλλαβος-η-ο imparisyllabic
αντικειμενικός-ή-ό impartial
αντικειμενικότητα (η) impartiality
απρόσωπος,-η,-ο impersonal
απρόσωπη δομή (η) impersonal construction
απρόσωπη παθητική (φωνή) (η) impersonal passive
απρόσωπα ρήμα (το) impersonal verb
αναρροφητικός,-ή-ό implosive
αναρροφητικά (τα) implosives
ανεπαρκή δεδομένα (τα) impoverished data