ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αντιγραμματικότητα (η) illformedness / ill-formedness
Αναλφαβητισμός (ο) illiteracy
Αναλφαβητισμός (ο) illiteracy
απεικόνιση (η) imagery
άυλο αντικείμενο (το) immaterial object
άμεσος,-η,-ο immediate
άμεσο συστατικό (ΑΣ) (το) immediate constituent (IC)
ανάλυση σε άμεσα συστατικά (η) immediate constituent analysis / immediate-constituent analysis
άμεση κυριαρχία (η) immediate dominance
άμεσο πεδίο κατηγόρησης (το) immediate scope of predication