ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αντιγραμματικότητα (η) | illformedness / ill-formedness |
Αναλφαβητισμός (ο) | illiteracy |
Αναλφαβητισμός (ο) | illiteracy |
απεικόνιση (η) | imagery |
άυλο αντικείμενο (το) | immaterial object |
άμεσος,-η,-ο | immediate |
άμεσο συστατικό (ΑΣ) (το) | immediate constituent (IC) |
ανάλυση σε άμεσα συστατικά (η) | immediate constituent analysis / immediate-constituent analysis |
άμεση κυριαρχία (η) | immediate dominance |
άμεσο πεδίο κατηγόρησης (το) | immediate scope of predication |