ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Ακέφαλη αναφορική πρόταση (η) headless relative
Ακέφαλη αναφορική πρόταση (η) headless relative clause
ακουστικό κεφαλής  headset
ακροατής (ο) hearer
ακοή (η) hearing
άτομο με εξασθένηση ακοής (το) hearing impaired person
αυξημένη υπογλωττιδική πίεση (η) heightened subglottal pressure
αυξημένη υπογλωττιδική πίεση (η) heightened subglottal pressure
απόκρυψη και επισήμανση (οι) hiding and highlighting
άνω γερμανική (η) high German