ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυτοπτικός | evidential |
αυτοπτικότητα (η) | evidentiality |
ακριβής ισοδυναμία (η) | exact equivalence |
απόδοση πτώσης κατ’εξαίρεση (η) | exceptional case marking (ECM) |
ανταλλαγή (η) | exchange |
αποκλεισμός, έλεγχος επαφής (ο) | exclusion |
αποκλειστικός,-ή,-ό | exclusive (excl) |
αποκλείον «εμείς» | exclusive “we” |
αποκλείουσα διάζευξη (η) | exclusive disjunction |
αποκλειστικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο | exclusive first person plural |