ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αυτοπτικός evidential
αυτοπτικότητα (η) evidentiality
ακριβής ισοδυναμία (η) exact equivalence
απόδοση πτώσης κατ’εξαίρεση (η) exceptional case marking (ECM)
ανταλλαγή (η) exchange
αποκλεισμός, έλεγχος επαφής (ο) exclusion
αποκλειστικός,-ή,-ό exclusive (excl)
αποκλείον «εμείς» exclusive “we”
αποκλείουσα διάζευξη (η) exclusive disjunction
αποκλειστικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο exclusive first person plural