ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αποδυνάμωση downstep
αποδυναμωμένος,-η,-ο downstepped
αναφορά προς τα κάτω (η) downward reference
ΑΦ DP
Αλυσίδα έλξης (η) drag chain
απομακρύνω drain
ανύψωση DRESS (η) DRESS Raising
Άσκηση (η) drill
αρχή της εκφόρτωσης dumping principle
αποτέλεσμα διάρκειας durational effect