ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αρχαιολογία λεξικών (η) dictionary archaeology
αρχείο λεξικών (το) dictionary archive
άρθρο λεξικού (το) dictionary article
αυτοματοποίηση λεξικών (η) dictionary automation
ανιούσες δίφθογγοι diphtongues ascendantes
άμεσος,-η,-ο direct
Άμεσος-η-ο, ευθύς-εία-ύ direct
άμεση καταχώρηση (η) direct entry
άμεση μέθοδος direct method
άμεσο αντικείμενο direct object