ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δομή πρόσβασης (η) access structure
μονάδα προσπέλασης (η) access unit
προσβασιμότητα (η) accessibility
προσπελασιμότητα (η) accessibility
ιεραρχία προσβασιμότητας (η) accessibility hierarchy
προσβάσιμος-η-ο, προσπελάσιμος,-η,-ο accessible
προσπελάσιμο υποκείμενο (το) accessible subject
σύμβαση (η) accidence
τυπολογικό μέρος (το) accidence
τυχαίο κενό (το) accidental gap