ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Σαμογιεντική (η) (λώσσα) Samoyedic
δείγμα sample
δειγματικό κόρπους (το) sample corpus
ρυθμός δειγματοληψίας sample rate
κόρπους ενδεικτικών γραπτών κειμένων (το) sample text corpus
δειγματολήπτης sampler
δειγματοληψία sampling
Σαν (η) (γλώσσα) San
επικύρωση (η) sanction
Σαντάβε (η) (γλώσσα) Sandawe