ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Σαμογιεντική (η) (λώσσα) | Samoyedic |
δείγμα | sample |
δειγματικό κόρπους (το) | sample corpus |
ρυθμός δειγματοληψίας | sample rate |
κόρπους ενδεικτικών γραπτών κειμένων (το) | sample text corpus |
δειγματολήπτης | sampler |
δειγματοληψία | sampling |
Σαν (η) (γλώσσα) | San |
επικύρωση (η) | sanction |
Σαντάβε (η) (γλώσσα) | Sandawe |