ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τοξοειδής συνάρτηση sagittal function
Σαχαπτική (η) (γλώσσα) Sahaptian
Σαχαρική (η) (γλώσσα) Saharan
διαθεσιμότητα salience
προεξέχων,-ουσα,-ον salient
προεξέχων ακουστικό γεγονός salient acoustic event
προεξέχοντα παραδείγματα (τα) salient examples
Σαλίς (η) (γλώσσα) Salish
Σαλίς (η) (γλώσσα) Salishan
Σαμόα Samoan