ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τοξοειδής συνάρτηση | sagittal function |
Σαχαπτική (η) (γλώσσα) | Sahaptian |
Σαχαρική (η) (γλώσσα) | Saharan |
διαθεσιμότητα | salience |
προεξέχων,-ουσα,-ον | salient |
προεξέχων ακουστικό γεγονός | salient acoustic event |
προεξέχοντα παραδείγματα (τα) | salient examples |
Σαλίς (η) (γλώσσα) | Salish |
Σαλίς (η) (γλώσσα) | Salishan |
Σαμόα | Samoan |