ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Ουαλλικά | CY |
οστάριο μέσου αυτιού (το) | middle ear ossicle |
οσκική-ουμβρική (η) | Oscan-Umbrian |
οστεώδες σπειροειδές έλασμα (το) | osseous spiral lamina |
Οσσετική (η) (γλώσσα) | ossete |
Όστυακ (η) (γλώσσα) | Ostyak |
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) | Oto-Mangue |
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) | Otomanguean |
Οτόμι (η) (γλώσσα) | Otomi |
Ουαλλικά | Welsh |