ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ουδέτερο στοιχείο (το) | identity element for addition |
ουδέτερο (το) | neuter, n, neut, NEUT |
ουδέτερο γένος (το) | neuter, n, neut, NEUT |
ουδέτερη φρασεολογία (η) | neutral phrasing |
ουδέτερο φωνήεν (το) | neutral vowel |
ουδετεροποίηση (η) | neutralisation |
ουδετεροποίηση (η) | neutralization |
ουδετεροποιημένη αντίθεση (η) | neutralized opposition |
ουδετεροποίηση πληθυντικού (η) | plurality neutralization |
ουδετεροποίηση της θέσης (η) | positional neutralization |