ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
όρος-ομπρέλα (o) | cover term |
όρος συγγένειας (ο) | kinship term |
Ορόμο (η) (γλώσσα) | OM |
Ορόμο (η) (γλώσσα) | Oromo |
Ορφανός κόμβος (ο) | Orphan node |
όρος | term |
όρος προσφώνησης (ο) | term of address |
όρος προσφώνησης (o), τύπος προσφώνησης (ο) | term of address |
οροποίηση | terminologization |
όρος (ο) | word |