ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
οικονομία (η) | economy |
οισοφαγικός-ή-ό | esophageal |
οκνηρή αντωνυμία (η) | lazy pronoun |
οιονεί | near |
οιονεί συγχώνευση (η) | near merger |
οισοφαγικός,-ή,-ό | oesophageal / esophageal |
Οκαναγκάν (η) (γλώσσα) | Okanagan |
οιονεί συνώνυμο | quasi synonym |
οιονεί υπωνυμία | quasi-hyponymy |
οικουμενική γλώσσα (η) | universal language |