ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ισορροπία (η) balance
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο balanced bilingual
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο balanced bilingual
ισορροπημένο κόρπους (το) balanced corpus
ισορροπημένος compound
ισορροπημένοι διπλόγλωσσοι compound bilinguals
ισόπληθος (η) isopleth
ισόσημο (το) isoseme
Ισοσυλλαβικότητα (η) isosyllabicity
ισοσύλλαβη λέξη (η) parisyllabic word