ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
Ισπανικά ES
Ισπανοκελτική (η) Hispano-Celtic
ιστορία (της λεξικογραφίας) (h) history (of lexicography)
ισοχρονισμός (ο) isochronism
ισόχρονος-η-ο isochronous
ισόχρονος-η-ο isochronous
ισοχρονισμός (ο) isochrony
ιστορία έννοιας (η) sense history
Ισπανικά Spanish
Ισπανική Δενδρική Τράπεζα του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Μαδρίτης (η) Universidad Autónoma de Madrid (UAM) Spanish Treebank