ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επίπεδο Λ (το) W-level
εξασθένηση (η) weakening
ερωτοπροστακτικός-ή-ό wh imperative
ερωτηματικό αναφορικό(το) wh-
ερωτηματική πρόταση (η) wh-clause
εξάρτηση-wh (η) wh-dependency
ερωτηματικοαναφορικές wh-NP
ερώτηση-wh (η) wh-question
ε­ρω­τη­μα­τικο­α­να­φο­ρι­κός-ή-ό wh-relative
ερωτηματικοαναφορικές wh-relatives