ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πρόβλημα της ενεργοποίησης (το) | actuation problem |
οξεία (η) | acute |
οξύς-εία-ύ | acute |
οξεία (η) | acute accent |
οξεία (η) | acuto |
Ανταμάουα-Ανατολική (γλώσσα) (η) | Adamawa-Eastern |
Ανταμάουα-Ουμπάνγκι (γλώσσα) (η) | Adamawa-Ubangi |
προσαρμόσιμος,-η,-ο | adaptable |
προσαρμογή (η) | adaptation |
προσαρμοστικός,-ή,-ό | adaptive |