ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πρόβλημα της ενεργοποίησης (το) actuation problem
οξεία (η) acute
οξύς-εία-ύ acute
οξεία (η) acute accent
οξεία (η) acuto
Ανταμάουα-Ανατολική (γλώσσα) (η) Adamawa-Eastern
Ανταμάουα-Ουμπάνγκι (γλώσσα) (η) Adamawa-Ubangi
προσαρμόσιμος,-η,-ο adaptable
προσαρμογή (η) adaptation
προσαρμοστικός,-ή,-ό adaptive