ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αλυσίδα δράσεων (η) action chain
δυναμικό δράσης (το) action potential
ρήμα που δηλώνει δράση (το) action-denoting verb
ενεργοποίηση (η) activation
ενεργητικός,-ή,-ό active (act, ACT)
ενεργός,-ή,-ό active (act, ACT)
ενεργητικός αρθρωτής (ο) active articulator
ενεργητικοί αρθρωτές (οι) active articulators
ενεργητική πρόταση (η) active clause
ενεργητικά δίγλωσσα λεξικά (τα) active dictionaries