ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εργασία Acquilex (η) Acquilex Projects
Κατακτώ, αποκτώ acquire
επίκτητη δυσλεξία (η) acquired dyslexia
επίκτητη γλωσσική διαταραχή (η) acquired language disorder
Κατάκτηση (η), απόκτηση (η) acquisition
υπόθεση της διάκρισης μεταξύ κατάκτησης και εκμάθησης (η) acquisition learning hypothesis
σειρά κατάκτησης (η) acquisition order
κατάκτηση-εκμάθηση (η) acquisition-learning
ακρωνυμικός συμφυρμός (ο) acro-blend
ακρόλεκτο (το) acrolect