ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τάξη (η) | class |
ταξική διάσπαση (η) | class cleavage |
ταξική διάλεκτος (η) | class dialect |
έγκλειση σε τάξη (η) | class inclusion |
ταξικός κόμβος | class node |
κοινό όνομα (το) | class noun |
κλάσημα (το) | classeme |
τάξημα (το) | classeme |
κλασική Αραβική (η) (γλώσσα) | classical Arabic |
λογική τάξεων (η) | class-logic |