ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Σύνθετο «Μπαχουβρίχι» (το) bahuvrihi
ισορροπία (η) balance
περίγραμμα ισορροπίας (το) balance schema
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο balanced bilingual
Ισορροπημένος–η-ο διπλόγλωσσος-η-ο /δίγλωσσος-η-ο balanced bilingual
ισορροπημένο κόρπους (το) balanced corpus
ωμή επιτέλεση (η) bald on record
βαλκανική γλωσσική περιοχή (η) Balkan linguistic area
βαλτική (η) (γλώσσα) Baltic
βαλτική γλωσσική περιοχή (η) Baltic linguistic area