ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μετακίνηση κενής wh-φράσης | empty wh-phrase movement |
κενή λέξη | empty word |
Αγγλικά | EN |
Τύπος -en | en form |
Καθιστώντας Δυνατή τη Μηχανική Μειονοτικών Γλωσσών (το) (κόρπους) | Enabling Minority Language Engineering (EMILLE) Corpus |
μικρο-δεξιότητες (οι) | enabling skills |
εναλλαγή (η) | enallage |
θύλακας (ο) | enclave |
έγκλιση | enclisis |
εγκλιτικός,-ή,-ό | enclitic |