ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ολοκλήρωση (η) completion
ολομερής έννοια comprehensive concept
Ολλανδικά Dutch
ολιστικός,-ή,-ό holistic
ολομερής έννοια (η) integrative concept
Ολλανδικά (τα) NL
ολοκλήρωση σχήματος (η) pattern completion
Ολλανδική της Πενσυλβάνια (η) (γλώσσα) Pennsylvania Dutch
ολιστική/αθροιστική σάρωση (η) summary scanning
όλον whole