ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| οριοθετικός-ή-ό | conclusive |
| οριοθετική λειτουργία (η) | delimitative function |
| οριοθέτης | delimiter |
| όριο διαφοράς | difference limen |
| Οριζόντια ομαδοποίηση (η) | Horizontal grouping |
| όριο του μορφήματος (το) | morpheme boundary |
| όριο πόνου (το) | pain limit |
| ορίζουσα προφίλ (η) | profile determinant |
| Οριζόντια εξάρτηση (η) | sister-dependency |
| όριο της λέξης | word boundary |