ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| οριακός τόνος (ο) | boundary tone |
| Οριακός τόνος (ο) | boundary tone |
| οριακό σύμβολο (το) | boundary-symbol |
| Οριακά φωνήεντα (τα) | cardinal vowels |
| οριζόμενο (το) | definiendum |
| Οριζόντια διάσπαση (η) | Horizontal splitting |
| Οριακώς αποδεκτός-ή-ό | Marginally acceptable |
| Ορίγια (η) (γλώσσα) | OR |
| Ορίγια (η) (γλώσσα) | Oriya |
| οριακό επίπεδο (το) | threshold level |