ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ομοπροτασιακή συνθήκη (η) clause mate condition
Ομοπροτασιακός-ή-ό clause-mate
ομοπροτασιακός,-ή,-ό clause-mate
ομοπροτασιακή συνθήκη (η) clause-mate condition
ομόνοια (η) concord
ομόλογος,-η,-ο homologue
ομομορφικός,-ή,-ό homomorphic
ομοργανικά σύμφωνα (τα) homorganic consonants
ομοπλάγιος,-α,-ο ipsilateral
ομόνοια αριθμού (η) number concord