ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
όρια (τα) | boundaries |
ορθός,-ή,-ό | correct |
ορθότητα (η) | correctness |
όρια (ή περιορισμοί) της συγκριτικής μεθόδου (τα/οι) | limitations of (or constraints on) the comparative method |
οριακά αποδεκτός-ή-ό | marginally acceptable |
Ορθολογισμός | Rationalism |
Ορθολογιστής (ο) | Rationalist |
ορθολογιστική θέση (η) | rationalist position |
ορθώς σχηματισμένος,-η,-ο | well-formed |
ορθός σχηματισμός (ο) | well-formedness |