ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
όρια (τα) boundaries
ορθός,-ή,-ό correct
ορθότητα (η) correctness
όρια (ή περιορισμοί) της συγκριτικής μεθόδου (τα/οι) limitations of (or constraints on) the comparative method
οριακά αποδεκτός-ή-ό marginally acceptable
Ορθολογισμός Rationalism
Ορθολογιστής (ο) Rationalist
ορθολογιστική θέση (η) rationalist position
ορθώς σχηματισμένος,-η,-ο well-formed
ορθός σχηματισμός (ο) well-formedness