ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
ισχυρή λεξικαλιστική υπόθεση (η) strong lexicalist hypothesis
ισχυρό ρήμα (το) strong verb
ισχυρά επαρκής strongly adequate
ισχυρώς ισοδύναμος-η-ο strongly equivalent
ισοτίμηση σχεδιότυπου template matching
ισοτίμηση σχεδιοτύπου (η) template matching
ίχνος (το) trace
Ισπανική Δενδρική Τράπεζα του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Μαδρίτης (η) Universidad Autónoma de Madrid (UAM) Spanish Treebank
ιστότοπος (ο), ιστοσελιδα (η) website
ίχνη wh wh traces